μαρασμός

μαρασμός
ο
1) увядание, одряхление; 2) слабость, упадок сил; немощность; 3) перен. упадок;

μαρασμός του εμπορίου — упадок торговли;

4) мед. маразм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαρασμός" в других словарях:

  • μαρασμός — withering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …   Dictionary of Greek

  • μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»